- αλλόχρους
- ους , ουν изменивший цвет
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλλόχρους — ουν και οος, ον (Α ἀλλόχρους) (Ν σπανιότερα και άλλοχρος, η, ο) ο αλλαγμένος κατά το χρώμα, αυτός τού οποίου έχει αλλάξει το χρώμα νεοελλ. ο δεκτικός αλλαγής χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + χρους < χροος < χρως. ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοχροῶ] … Dictionary of Greek
αλλο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος,… … Dictionary of Greek
αλλοχροώ — ἀλλοχροῶ ( έω) (Α) [ἀλλόχρους] αλλάζω χρώμα … Dictionary of Greek